-
1 κοινωνικός
η, ό[ν]1) общественный, социальный;κοινωνικές σχέσεις — общественные отношения;
κοινωνικό καθεστώς ( — или σύστημα) — общественный строй;
κοινωνικές ασφαλίσεις — социальное страховсшие;
κοινωνικές υπηρεσίες — или κοινωνική πρόνοια — социальное обеспечение;
κοινωνική εργασία — общественная работа;
κοινωνική ζωή — или κοινωνικ βίος — общественная, социальная жизнь;
κοινωνικές τάξεις (επιστήμες) — общественные классы (науки);
κοινωνική παραγωγή — общественное производство;
κοινωνική ιδιοκτησία — общественная собственность;
κοινωνική θέση — социальное положение;
κοινωνικά φρονήματα — политические убеждения;
πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων — справка (полиции) о политической благонадёжности;
2) общительный;κοινωνικός χαρακτήρας — общительный характер
-
2 αδικία
η1) несправедливость;κοινωνική αδικία — социальная несправедливость;
2) несправедливое (незаконное) действие -
3 εργασία
η1) работа, дело; занятие, деятельность;χειρωνακτική (διανοητική) εργασί — физическая (умственнная) работа;
κοινωνική εργασία — общественная работа;
γεωργικές εργασίες — сельскохозяйственные работы;
έχω πολλή εργασία — у меня много работы, дел;
οι εργασίες της εταιρίας επεκτάθηκαν — компания расширила
свою деятельность;2) служба, работа;μισθωτή εργασία — работа по найму;
πηγαίνω στην εργασία — ходить на работу;
ψάχνω να βρώ εργασία — искать работу;
3) работа, профессия;ποια είναι η εργασία σου; — ты чем занимаешься?, кем ты работаешь? 4) работа, труд;
σύμβαση εργασίας — трудовое соглашение;
παραγωγικότητα της εργασίας — производительность труда;
έχει πολλή εργασία αυτό — это требует большой работы, большого труда;
παίρνει ακριβά γιά την εργασία αυτή — он берёт дорого за эту работу;
5) работа, произведение;χειροποίητη εργασία — ручная работа;
καλλιτεχνική (λεπτή) εργασία — искусная (тонкая) работа;
πτυχιακή εργασία — дипломная работа;
6) работа, действие, функционирование (человека, коллектива);έχω εργασία — быть занятым; — иметь нагрузку;
7) πλ. работа; деятельность;οι εργασίες της τράπεζας — работа банка;
οι εργασίες της (συν)διασκέψεως — работа конференции;
κύκλος εργασίών — цикл работ
-
4 θέση
[-ις (-εως)] η1) место;πιάνω θέση — занимать место;
αλλάζω θέση — пересаживаться;
βάζω κάτι στη θέση του — положить (поставить) что-л, на место;
όλες οι θέσεις είναι πιασμένες — все места заняты;
λάβετε θέσεις! — по местам!;
2) положение, расположение, местоположение;βάζω στην πρώτη θέση — выдвигать на первый план;
η θέση τού σπιτιού (της πόλης) — местоположение дома (города);
3) положение, состояние; ситуация;βρίσκομαι σε δύσκολη θέση — находиться в затруднительном, трудном положении;
4) прям., перен. позиция;πολιτική από θέσεως ισχύος — политика с позиции силы;
παίρνω θέση — высказываться, высказывать свою точку зрения;
παίρνω σωστή θέση — занимать правильную позицию;
ο εχθρός δυνάμωσε τίς θέσεις του — враг укрепил свои позиции;
αναθεωρώ τη θέση μου — пересматривать свою позицию;
5) долж- ность, место; положение;η κοινωνική θέση — социальное, общественное положение;
διορίζομαι σε καλή θέση — получить хорошее место;
τί θέση έχει; — какую должность он занимает?;
6) класс, разряд;βαγόνι δεύτερης θέσης — вагон второго класса;
7) положение, тезис;θέσεις της εισήγησης — тезисы доклада;
θεμελιώδεις θέσεις — основные положения;
8) постановка (вопроса); выдвижение (предложения);θέσ ζητήματος εμπιστοσύνης — постановка вопроса о доверии;
9) диссертация;§ έργο με θέση — социально направленное произведение;
είμαι σε θέση να... — быть в состоянии... (сделать что-л,);
δεν έχεις θέση εδώ — здесь тебе не место;
αυτό δεν έχει θέση εδώ — это здесь ни к чему;
τί θέση έχει αυτό εδώ; — причём здесь это?;
στη θέση μου (σου, του — и т. д.) на моём (твоём, его и т. п.) месте;
βάζω κάποιον στη θέση του — поставить кого-л. на своё место;
θέσει μακρά συλλαβή — грам, долгий слог по положению
-
5 ιδιοκτησία
η собственность;σοσιαλιστική ιδιοκτησία — социалистическая собственность;
ατομική ιδιοκτησία — частная собственность;
προσωπική (κοινωνική, συλλογική) ιδιοκτησία — личная (общественная, коллективная) собственность;
δημόσια ( — или κρατική) ιδιοκτησία — государственная собственность;
πνευματική ιδιοκτησία — авторское право;
δικαίωμα ιδιοκτησίας — право собственности;
ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής — собственность на средства производства
-
6 ισότητα
[-ης (-ητος)] η прям., перен. равенство;τό σημείον ισότητος мат. — знак равенства;
η κοινωνική ισότητα — социальное равенство
-
7 προέλευση
[-ις (-εως)] η происхождение;κοινωνική προέλευση — социальное происхождение;
εμπορεύματα ξένης προέλευσης — импортные товары
-
8 πρόνοια
η забота, попечение;κοινωνική πρόνοια — социальное обеспечение;
Υπουργείο Προνοίας министерство социального обеспечения;λαμβάνω πρόνοιαν — позаботиться;
§ θεία πρόνοια рел — провидение
-
9 πρόοδος
η1) прогресс, движение вперёд; развитие; процветание;κοινωνική πρόοδος — социальный прогресс;
2) прогрессирование;της νόσου — прогрессирование болезни;3) достижение, успех; успеваемость;4) мат. прогрессия; -
10 σήψη
[-ις (-εως)] η1) гниение; тление; 2) гниль, гнилость; 3) перен. загнивание, разложение; упадок;ηθική σήψη — моральное разложение;
κοινωνική σήψη — разложение общества
-
11 σύνθεση
[-ις (-εως)] η1) состав, структура;κοινωνική σύνθεση — социальный состав;
σύνθεση της επιτροπής — состав комиссии;
οργανωτική σύνθεση — организационная структура;
οργανική σύνθεση τού κεφαλαίου эк — органический состав капитала;
σύνθεση φαρμάκου — состав лекарства;
2) соединение, связывание;σύνθεση των σπονδύλων — соединение позвонков;
σύνθεση της μηχανής — сборка машины;
3) составление, образование; компонование, компоновка;4) сочинение (тж. школьное); 5) композиция; 6) хим. синтез; 7) грам, словосложение; 8) полигр, набор
См. также в других словарях:
κοινωνική ασφάλιση — Κοινωνικός θεσμός που αποβλέπει στην προστασία των εργαζομένων από διάφορους κινδύνους, ατυχήματα κ.ά. και περιλαμβάνει παροχές που αφορούν ασθένεια, αναπηρία, γηρατειά, ανεργία, μητρότητα κλπ. Η έννοια της κ.α. πρωτοεμφανίστηκε στη Γερμανία επί… … Dictionary of Greek
κοινωνικῇ — κοινωνικός held in common fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνική — κοινωνικός held in common fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλενέργεια, κοινωνική — Βασική έννοια για τη σπουδή της κοινωνικής και πολιτιστικής δυναμικής, ιδιαίτερα για τις λειτουργικές και δυναμικές σχέσεις μεταξύ ατόμων, μεταξύ ομάδων, μεταξύ ατόμου και ομάδας, μεταξύ ομάδων και κοινωνίας. Χαρακτηριστικό της κ.α. είναι η… … Dictionary of Greek
άμυνα, κοινωνική — Ο όρος κ.ά. δηλώνει, στο σύγχρονο ποινικό δίκαιο, την εκδοχή εκείνη της ποινικής λειτουργίας κατά την οποία το κράτος και η ποινή θα πρέπει να προσαρμόζονται όχι προς την αντικειμενική φύση του εγκληματικού γεγονότος (και την ατομική ευθύνη του… … Dictionary of Greek
ασφάλιση, κοινωνική — Δραστηριότητα με την οποία το κράτος άμεσα ή με τη μεσολάβηση οργανισμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προσφέρει στον εργαζόμενο, αντί ορισμένης τακτικής χρηματικής καταβολής, υλικές παροχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις ασθένειας, σωματικής ή … Dictionary of Greek
Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — (ΟΚΕ). Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συμβουλευτική αρμοδιότητα. Τα μέλη εκπροσωπούν τους διάφορους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής των κρατών μελών και διορίζονται για 4 έτη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με πρόταση των… … Dictionary of Greek
θήτες — Κοινωνική τάξη της αρχαίας Αθήνας που την αποτελούσαν ακτήμονες γεωργοί ή εργάτες της Αττικής. Οι θ. δεν ήταν δούλοι, αλλά συντηρούνταν με την εργασία τους προς όφελος ενός κτηματία ή άλλου εργοδότη. Από την εποχή του Σόλωνα, την τάξη των θ.… … Dictionary of Greek
γυμνήσιοι — Κοινωνική τάξη στο αρχαίο Άργος, αντίστοιχη περίπου με εκείνη των ειλώτων στη Σπάρτη, των πενεστών στη Θεσσαλία και των κορυνηφόρων στη Σικυώνα. Ονομάζονταν επίσης γυμνήτες. Υποδουλωμένοι από τους Δωριείς, καλλιεργούσαν τους αγρούς των κυρίων… … Dictionary of Greek
επαγγελματικός προσανατολισμός — Κοινωνική υπηρεσία που προσφέρει διευκρινίσεις και συμβουλές σχετικά με την εκλογή της σχολικής κατεύθυνσης, σε συνάρτηση με αυτήν της επαγγελματικής δραστηριότητας, σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητας του καθενός και… … Dictionary of Greek
κοινωνικός — ή, ό (AM κοινωνικός, ή, όν) [κοινωνός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην κοινωνία («κοινωνικός βίος») 2. (για πρόσ.) αυτός που τού αρέσουν οι συναναστροφές με άλλους ανθρώπους, προσηνής, κοσμικός 3. αυτός που πρόθυμα προσφέρει… … Dictionary of Greek